- παρθενόκισσος
- οβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη ραμνώδη.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. parthenocissus (< παρθένος + κισσός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρθένος — (Αστρον.). Αστερισμός του ζωδιακού κύκλου, στον οποίο ο Ήλιος παραμένει από τις 24 Αυγούστου μέχρι τις 22 Σεπτεμβρίου, ενώ ακόμα βρίσκεται στο ζώδιο του Ζυγού. Ο αστερισμός της Π. επεκτείνεται και προς τις δύο πλευρές του ουράνιου ισημερινού. Στο … Dictionary of Greek
αμπελίδες — (ampelidaceae). Οικογένεια θαμνωδών φυτών της τάξης των ραμνωδών, ιθαγενών των τροπικών και υποτροπικών περιοχών. Οι πιο πολλοί από τους αντιπροσώπους της οικογένειας αυτής είναι αναρριχώμενα φυτά με έλικες που βγαίνουν στο ίδιο γόνατο με τα… … Dictionary of Greek